- μεγάμετρο(ν)
- το тысяча километров (как мера расстояния)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγάμετρο — το μονάδα μήκους για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων, η οποία είναι ίση με το ένα τεσσαρακοστό τού αναπτύγματος τού γήινου ισημερινού, δηλαδή με 1.000 χιλιόμετρα … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek